τοῖος

τοῖος
τοῑος
1 such (as has been indicated) “ἔσομαι τοῖος” (byz.: τοιοῦτος codd.) P. 4.157

τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆρας τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.14

]ιν τοία τις εμ[ Πα. 13. c. 1.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τοῖος — such masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίος — οία, ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α (δεικτ. αντων.) 1. (ως απόκριση στην αναφ. αντων. οἷος, στην ερωτ. αντων. ποῑος και στην αόρ. αντων. ποιός) τέτοιος («τοῑον ὅπως ἐθέλει», Ομ. Οδ.) 2. (απόλ. όταν αναφέρεται σε κάτι που έχει λεχθεί προηγουμένως)… …   Dictionary of Greek

  • τοῖον — τοῖος such masc acc sg τοῖος such neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίω — τοῖος such masc/neut nom/voc/acc dual τοῖος such masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίων — τοῖος such fem gen pl τοῖος such masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίως — τοῖος such adverbial τοῖος such masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖα — τοῖος such neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖαι — τοῖος such fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖε — τοῖος such masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖοι — τοῖος such masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοίαις — τοῖος such fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”